περιψυγμός

περιψυγμός
ὁ, Α [περιψύχω]
1. η περίψυξη, η αίσθηση τής δροσιάς ή τού ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιψυγμούς — περιψυγμός cold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιψυγμῶν — περιψυγμός cold masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιψυγμόν — περιψυγμός cold masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”